Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

π ατρίδος

См. также в других словарях:

  • φυγόπατρις — άτριδος, ὁ, ἡ, Α φυγάς, εξόριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο (< θ. φυγ τού αορ. β ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω*) + πατρίς (< πατρίς, ίδος), πρβλ. μισό πατρις, φιλόπατρις] …   Dictionary of Greek

  • ψευδόπατρις — άτριδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που λέει ψέματα ότι κατάγεται από το μέρος το οποίο παρουσιάζει ως πατρίδα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + πατρις (< πατρίς, ίδος), πρβλ. φιλό πατρις] …   Dictionary of Greek

  • εύπατρις — εὔπατρις άτριδος, ἡ (ΑΜ) (ως θηλ. τού ευπατρίδης) αυτή που κατάγεται από ευγενή πατέρα, ευπάτειρα*, ευγενής αρχ. 1. ευσεβής, ευμενής προς κάποιον 2. αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στους Ρωμαίους πατρικίους («τὰς εὐπατρίδας ἀρχάς», Δίων Κάσσ.) …   Dictionary of Greek

  • κακόπατρις — κακόπατρις, άτριδος, ό, ἡ (Α) αυτός που έχει άσημο πατέρα, ο ταπεινής, χαμηλής καταγωγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πατρις (< πατρίς), πρβλ. πολύ πατρις, φιλό πατρις] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»