-
1 ἐμ-βατεύω
ἐμ-βατεύω, 1) hinein-, darauftreten; πόλιν, betreten, Eur. El. 595; auch π ατρίδος, Soph. O. R. 825; ἵν' ὁ Βακχιώτας Διόνυσος ἐμβατεύει O. C. 685, wo er als Schutzgott wandelt (vgl. ἀμφιβαίνω); so νῆσον ὁ φιλόχορος Πὰν ἐμβατεύει Aesch. Pers. 441; vgl. Cratin. bei E. M. 183, 24; Eur. Rhes. 225; so aufzufassen ὁ ἐμβατεύων τῷ χωρίῳ δαίμων D. Hal. 1, 77. – Bes. κλήρους χϑονός, den Besitz antreten, Eur. Heracl. 876; εἰς τὸ πλοῖον, sich in den Besitz des Fahrzeugs setzen, Dem. 33, 6; εἰς τὴν οὐσίαν 44, 16. 19, die Erbschaft antreten; εἰς τὸ χωρίον Is. 9, 3. – 2) bespringen, Palaephat. 40, 3
См. также в других словарях:
φυγόπατρις — άτριδος, ὁ, ἡ, Α φυγάς, εξόριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο (< θ. φυγ τού αορ. β ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω*) + πατρίς (< πατρίς, ίδος), πρβλ. μισό πατρις, φιλόπατρις] … Dictionary of Greek
ψευδόπατρις — άτριδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που λέει ψέματα ότι κατάγεται από το μέρος το οποίο παρουσιάζει ως πατρίδα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + πατρις (< πατρίς, ίδος), πρβλ. φιλό πατρις] … Dictionary of Greek
εύπατρις — εὔπατρις άτριδος, ἡ (ΑΜ) (ως θηλ. τού ευπατρίδης) αυτή που κατάγεται από ευγενή πατέρα, ευπάτειρα*, ευγενής αρχ. 1. ευσεβής, ευμενής προς κάποιον 2. αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στους Ρωμαίους πατρικίους («τὰς εὐπατρίδας ἀρχάς», Δίων Κάσσ.) … Dictionary of Greek
κακόπατρις — κακόπατρις, άτριδος, ό, ἡ (Α) αυτός που έχει άσημο πατέρα, ο ταπεινής, χαμηλής καταγωγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πατρις (< πατρίς), πρβλ. πολύ πατρις, φιλό πατρις] … Dictionary of Greek